- κατατρωματίζω
- κατατρωματίζω (Α)ιων. τ. βλ. κατατραυματίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τρωματίζω, ιων. τ. τού τραυματίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατατραυματίζω — (Α κατατραυματίζω και ιων. τ. κατατρωματίζω) (επιτ. τ. τού τραυματίζω) προξενώ σε κάποιον πολλά ή φοβερά τραύματα, γεμίζω πληγές, καταπληγώνω κάποιον αρχ. 1. (σχετικά με πολεμικά πλοία) προκαλώ καίριες βλάβες, κατατρυπώ, επομ. θέτω εκτός μάχης 2 … Dictionary of Greek